Ξενοδοχείο Όλυμπος

Αρχαιολογικός Ναός Επικούριου Απόλλωνα

Στο λιτό και βραχώδες τοπίο των Βασσών, αναδεικνύεται ένας από τους πλέον σημαντικούς και εντυπωσιακούς ναούς της αρχαιότητας, αφιερωμένος στον Επικούριο Απόλλωνα. Διακρίνεται για τις πολλαπλές καινοτομίες τόσο στην εξωτερική του όσο και στην εσωτερική διαρρύθμιση, καθιστώντας το ένα μοναδικό έργο στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ο Παυσανίας, ειδικότερα, τον θεωρεί το δεύτερο πιο όμορφο πελοποννησιακό ναό μετά της Τεγέας (8.41.8). Η κατασκευή του χρονολογείται περίπου στα 420-400 π.Χ., και ο αρχιτέκτονάς του θεωρείται ο Ικτίνος. Ο Ικτίνος κατόρθωσε να ενσωματώσει πολλά αρχαϊκά στοιχεία που επιβάλλονταν από τη συντηρητική θρησκευτική παράδοση των Αρκάδων με τα καινοτόμα χαρακτηριστικά της κλασικής εποχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ναός που θαυμάζουμε σήμερα δεν είναι ο αρχαιότερος στην περιοχή. Ο πρώτος ναός του Απόλλωνα χτίστηκε περίπου στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., πιθανότατα στο ίδιο μέρος. Ακολούθησαν μία ή δύο οικοδομικές φάσεις, περίπου το 600 και το 500 π.Χ., αντίστοιχα, από τις οποίες διασώζονται πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως το κεντρικό πηλινοειδές ακρωτήριο με την πολύχρωμη διακόσμηση, κεραμίδια και πηλινά ακροκέραμα. Ο κλασικός ναός, που βρίσκεται στερεωμένος στο φυσικό βράχο με ειδικά διαμορφωμένο πλάτωμα, διαφέρει στον προσανατολισμό του, καθώς είναι προσανατολισμένος προς το Β-Ν αντί για το συνηθισμένο Α-Δ. Αυτό ενδεχομένως να συνδέεται με λατρευτικές πρακτικές που συνδέονται με την αρκαδική θρησκευτική παράδοση, καθώς και άλλοι ναοί στην περιοχή ακολουθούν τον ίδιο προσανατολισμό. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε ανοιχτόχρωμος τοπικός ασβεστόλιθος, ενώ οι επικρατούσες περιοχές του σηκού, τα κιονόκρανα, και ο γλυπτός διάκοσμος είναι από μάρμαρο.

Ο ναός αυτός συνιστά τον μοναδικό συνδυασμό στοιχείων από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της αρχαιότητας. Είναι δωρικός, περίπτερος, δίστυλος εν παραστάσει, με πρόναο, σηκό, άδυτο και οπισθόδομο. Διαθέτει 6 κίονες στις στενές πλευρές και 15 στις μακρές, αντί για την συνήθη αναλογία 6 x 13 για την εποχή. Έτσι, η μορφή του είναι περισσότερο επιμήκης, ανταποκρινόμενη στο πρότυπο των αρχαϊκών ναών. Στο εσωτερικό του σηκού, κατά μήκος των μακρών πλευρών, υπάρχουν πέντε ιωνικοί ημικίονες που αποτελούν την κορώνα των κάθετων τοιχαρίων, τα οποία διαμορφώνουν κόγχες. Το τελευταίο ζεύγος ημικιόνων τέμνει διαγώνια τον τοίχο του σηκού, αντί για κάθετη τοποθέτηση όπως συνήθως.

Μεταξύ των οικοδομημάτων υπήρχε ένας κίονας που φέρει τον αρχαιότερο γνωστό κορινθιακό κιονόκρανο στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, τον οποίο γνωρίζουμε από τα σχέδια των πρώτων εξερευνητών (θραύσματά του αποθηκεύονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Κατά μία άποψη, αυτός ο κίονας αντιπροσώπευε μια θεότητα, ακολουθώντας τις βαθιές λατρευτικές παραδόσεις της Αρκαδίας. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, και οι δύο διαγώνιοι ημικίονες εκατέρωθεν του κεντρικού κορινθιακού ήταν κορινθιακοί. Στο άδυτο, που βρισκόταν πίσω από αυτόν τον κίονα, πιθανότατα φυλασσόταν το λατρευτικό άγαλμα του θεού. Στον ανατολικό τοίχο υπήρχε μια θύρα που οδηγούσε στο εξωτερικό πτερό, για την ύπαρξη της οποίας έχουν διατυπωθεί διάφορες ερμηνείες. Η στέγη του ναού ήταν δίρριχτη και η κεράμωση μαρμάρινη, κορινθιακού τύπου. Το εξωτερικό του περιέτρεχε δωρική ζωφόρος με ακόσμητες μετόπες και τρίγλυφα, ενώ η ανάγλυφη διακόσμηση υπήρχε μόνο στις εσωτερικές μετόπες των στενών πλευρών. Οι έξι μετόπες του πρόναου απεικόνιζαν την επιστροφή του Απόλλωνα στον Όλυμπο από τις Υπερβόρειες χώρες, ενώ οι μετόπες του οπισθόδομου απεικόνιζαν την αρπαγή των θυγατέρων του Μεσσήνιου βασιλιά Λεύκιππου από τους Διόσκουρους.

Δεν είναι βέβαιο εάν τα αετώματα φιλοξένησαν γλυπτική διακόσμηση. Το κυριότερο διακοσμητικό στοιχείο του ναού ήταν η μαρμάρινη ιωνική ζωφόρος που καλύπτονταν πάνω από τους ιωνικούς ημικίονες εντός του σηκού. Είχε συνολικό μήκος 31 μέτρα και αποτελούνταν από 23 μαρμάρινες πλάκες. Στις πρώτες 12 απεικονίζεται η Αμαζονομαχία, ενώ οι υπόλοιπες 11 απεικονίζουν την Κενταυρομαχία. Κατά την ανασκαφή του 1812, οι πλάκες ανακαλύφθηκαν καλυμμένες με αρχιτεκτονικά στοιχεία στο σηκό και το 1815 μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, όπου παραμένουν έκθεση. Ο γλύπτης της ζωφόρου, πιθανόν, ήταν ο Παιώνιος, που εργάστηκε στην Ολυμπία για το διάσημο άγαλμα της Νίκης. Ο ναός συνεχίστηκε να χρησιμοποιείται κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, υποστηρίζοντας εργασίες συντήρησης λόγω φθοράς της ξυλείας που στηρίζει τη στέγη. Η πρώτη σημαντική ζημία συνέβη όταν η στέγη κατέρρευσε, ενώ επιπλέον ζημιές προκλήθηκαν από ανθρώπινη παρέμβαση για την αφαίρεση μετάλλου από τις συνδέσεις. Ο ναός τελικά αναγνωρίστηκε το 1765 από τον Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher, και η πρώτη συστηματική ανασκαφή πραγματοποιήθηκε το 1812 από ομάδα αρχαιολόγων. Ανασκαφές και αναστηλωτικές επεμβάσεις ξεκίνησαν το 1902 από την Αρχαιολογική Εταιρεία, ενώ το 1975 συστάθηκε η Επιτροπή Συντηρήσεως του Ναού του Επικουρίου Απόλλωνος, που ανέλαβε τον προγραμματισμό και τη σύνταξη των σχετικών μελετών για τα έργα συντήρησης και αναστήλωσης. Το 1982, η επιτροπή ανασυστάθηκε, και το Υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε το έργο της αποκατάσταση