Ξενοδοχείο Όλυμπος

Κάστρο Χλεμούτσι

Το κάστρο αρχικά κτίστηκε από τους Φράγκους και αποκαλούνταν Clermont, μεταγενέστερα γνωστό ως Χλεμούτσι στα Ελληνικά. Αργότερα, άλλαξε την ονομασία του σε Tornese, καθώς πίστευαν πως εκεί βρισκόταν το διάσημο φράγκικο νομισματοκοπείο των τορνέσιων νομισμάτων.

Το κάστρο του Χλεμουτσίου ανέγερε ο Γοδεφρείδος Β’ Βιλλεαρδουίνο, χρησιμοποιώντας τα κερδοφόρα εισοδήματα από τα μοναστήρια του Μορέως του λατινικού κλήρου. Σύμφωνα με το Βυζαντινό Ομοσπονδιακό Νομισματικό Ινστιτούτο (ΒΟΝ), ανασκαφές το 1962 από τον SERVAIS επιβεβαίωσαν ότι οι τοίχοι του δεν είναι χτισμένοι πάνω σε προϊστορικά ίχνη. Ο Γοδεφρείδος Β’ προχώρησε στην κατασκευή του κάστρου λόγω της άρνησης των κληρικών βαρόνων της Πελοποννήσου να τον υποστηρίξουν στην υποταγή των υπόλοιπων περιοχών της Πελοποννήσου, όπως η Μονεμβασιά, κλπ. Τα χρήματα που χρησιμοποίησε προήλθαν από την κατάσχεση των περισσοτέρων εκκλησιαστικών κτημάτων του λατινικού κλήρου.

Η επιλεγείσα θέση για το κάστρο ήταν στρατηγική, καθώς κτίστηκε στο ψηλότερο και κεντρικότερο σημείο του Χελωνάτα, με υψόμετρο 250. Από την κορυφή του λόφου, το Χλεμούτσι προστάτευε το εμπορικό λιμάνι της Γλαρέντζας και την πρωτεύουσα του πριγκιπάτου Ανδραβίδα, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο της περιοχής που αποτελούσε το κέντρο των φράγκικων κτήσεων στη Μοριά, η οποία ήταν σε περίοδο ακμής κατά τη διάρκεια της εποχής των Βιλλεαρδουίνων.

Κατά την ανακατασκευαστική περίοδο που ακολούθησε το θάνατο του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου και διαρκέσει κατά τη διάρκεια όλου του 14ου αιώνα, το Χλεμούτσι έγινε αντικείμενο διεκδικήσεων από διάφορους ευγενείς. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή για πρίγκιπες και άλλους αξιωματούχους. Εδώ κρατήθηκε και απεβίωσε η τελευταία απόγονος των Βίλλεαρδουίνων, η Μαργαρίτα της Άκοβας, καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνη για την αξίωση της Μοριάς από τους Καταλανούς, οι οποίοι κατέκτησαν προσωρινά το κάστρο το 1315.

Κατά τις αρχές του 15ου αιώνα, το κάστρο περνά στην κατοχή του Καρόλου Τόκκου, κόμη της Κεφαλονιάς και δεσπότη της Ηπείρου. Το 1427 μεταβιβάστηκε ειρηνικά στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο μετά τον γάμο του με την κόρη του Τόκκου, και αυτός το αξιοποίησε ως στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο, ετοιμάζοντας την επίθεση στην Πάτρα. Το κάστρο παρέμεινε σε χρήση έως τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, περνώντας από τα χέρια των Τούρκων (1460-1687, 1715-1821) και των Βενετών (1687-1715). Παρατηρείται, ωστόσο, ότι μετά το τέλος της Φραγκοκρατίας άρχισε να χάνει σταδιακά τον σημαντικό ρόλο του στην άμυνα της περιοχής.

Ούτε οι Έλληνες ούτε οι Βενετοί πραγματοποίησαν εργασίες στο κάστρο, ενώ οι Τούρκοι πραγματοποίησαν μικρόκλιμας επεμβάσεις για την ενίσχυσή του. Ένα μέρος του κάστρου υπέστη σημαντική καταστροφή κατά τον βομβαρδισμό από τον Ιμπραήμ το 1825. Σήμερα, το Χλεμούτσι, διατηρώντας τον αρχικό του χαρακτήρα ανέπαφο από μεταγενέστερες παρεμβάσεις, παραμένει ένα από τα πιο σημαντικά και καλοδιατηρημένα κάστρα στον ελληνικό χώρο.

Το κάστρο αποτελείται από δύο περιβόλους. Ο εξωτερικός περίβολος έχει πολυγωνικό σχήμα. Στην περίμετρο των τειχών διατηρούνται ερείπια κτιρίων που ανήκουν στην αρχική κατασκευή του 13ου αιώνα, ενώ στο εσωτερικό του σώζονται ίχνη κτισμάτων, από τα οποία επιμελέστερης κατασκευής είναι ένα τουρκικό τζαμί.

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, προστίθενται η σημερινή κύρια είσοδος, οι επάλξεις και οι τρεις πύργοι της δυτικής πλευράς του περιβόλου. Στο νοτιοανατολικό άκρο, υψώνεται ο εξαγωνικός εσωτερικός περίβολος, που αποτελείται από σειρά θολωτών αιθουσών γύρω από μια μεγάλη κεντρική αυλή. Οι περισσότερες αίθουσες ήταν αρχικά διώροφες και θερμαίνονταν με τζάκια, παρόμοια μορφής με εκείνα των κτιρίων του εξωτερικού περιβόλου. Στο επίπεδο της μορφολογίας, είναι εμφανή τα υψηλά, ημιελλειψοειδή τόξα που σκεπάζουν τις αίθουσες και τα χαμηλωμένα ή ελαφρώς οξυκόρυφα τόξα των ανοιγμάτων, που μαρτυρούν τη δυτική καταγωγή των ιδρυτών του κάστρου.